- αναδευτής
- οαυτός που αναδεύει, ανακατώνει: Ήταν αναδευτής σε ένα εργαστήριο μεταλλουργίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναδευτής — ο (θηλ. εύτρια και εύτρα) [αναδεύω] 1. αυτός που αναδεύει, που ανακατεύει 2. αυτός που διαταράσσει την ησυχία με ραδιουργίες, ραδιούργος, ταραξίας … Dictionary of Greek
αναδεύω — (Α ἀναδεύω) αναμιγνύω, ανακατεύω, αναταράσσω νεοελλ. 1. ζυμώνω πολύ, ανακατεύω κάτι (πηλό, ζύμη κ.λπ.) 2. κινώ, ανασκαλεύω 3. (αμτβ.) κινούμαι στον ίδιο τόπο, συσπειρώνομαι, ανασαλεύω (π. χ. το παιδί στην κοιλιά τής μάνας) αρχ. υγραίνω, βρέχω,… … Dictionary of Greek
κρυοσκοπία — Κλάδος της φυσικοχημείας, ο οποίος ερευνά τα φαινόμενα που συνδέονται με την πήξη των διαλυμάτων και τις σχετικές τεχνικές μετρήσεις (κρυομετρία), για τον προσδιορισμό της μοριακής μάζας ή του βαθμού διάστασης μιας διαλυμένης ουσίας.… … Dictionary of Greek